μονόμυξος

μονόμυξος
μονόμυξος, -ον (Α)
(για λύχνο) αυτός που έχει μία μόνο θρυαλλίδα, ένα φιτίλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + μύξα «φιτίλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”